Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Κρότο, Χάρολντ — (Sir Harold Kroto, Γουίσμπετς, κομητεία Κέιμπριτζ 1939 –). Άγγλος χημικός. Το 1961 αποφοίτησε από το τμήμα χημείας του πανεπιστημίου του Σέφιλντ και το 1964 έλαβε διδακτορικό τίτλο από το ίδιο πανεπιστήμιο, στον τομέα της φασματοσκοπίας των… … Dictionary of Greek
Ντέιβι, Χάμφρεϊ — (Sir Humphry Davy, Πενζάνς 1778 – Γενεύη 1829). Άγγλος χημικός. Σπούδασε φυσικές επιστήμες και χημεία και αφοσιώθηκε στη δεύτερη, αφού μελέτησε τις εργασίες του Νίκολσον και του Λαβουαζιέ (1797). Το 1801 διορίστηκε καθηγητής στο Βασιλικό… … Dictionary of Greek
Πικιώνης, Δημήτριος — (Πειραιάς 1887 – Αθήνα 1968). Έλληνας αρχιτέκτονας, καθηγητής του Ε. Μ. Πολυτεχνείου και Ακαδημαϊκός. Ο Π. σπούδασε αρχικά πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο, ορμώμενος ωστόσο από την έμφυτη κλίση του προς τη ζωγραφική, παρακολουθούσε συγχρόνως… … Dictionary of Greek
Στέφανσον, Βίλγιαλμουρ — (Stefansson). Καναδός εξερευνητής ισλανδικής καταγωγής (Αρν, Μανιτόμπα 1879 Αννόβερο, Νιου Χαμσάιρ 1962). Αφού σπούδασε ανθρωπολογία στο πανεπιστήμιο της Αϊόβα και του Χάρβαρντ ταξίδεψε στην Ισλανδία (1904 05) και στην περιοχή του Δέλτα του… … Dictionary of Greek
αζώθ — Στην αποκρυφολογία, συμβολίζει την αρχή και το τέλος οποιουδήποτε φυσικού πράγματος, τη ρίζα και την αρχή των πάντων, δηλαδή την ίδια τη φύση ή το Σύμπαν ενιαίο και συγχρόνως διασπαρμένο. Το Α. συμβολίζει τον υδράργυρο και τον πλανήτη Ερμή για… … Dictionary of Greek
αθεώρητος — η, ο (Α ἀθεώρητος, ον) [θεωρῶ] νεοελλ. αυτός που δεν έχει θεωρηθεί, ανεξέταστος, ανεπικύρωτος αρχ. 1. αθέατος, αόρατος 2. αυτός που δεν έχει μελετήσει ή εξετάσει κάτι, ο μη γνώστης σε κάτι 3. ο μη νοήμων … Dictionary of Greek